ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ αὐλύδριον τὰ αὐλύδρι
      γενική τοῦ αὐλυδρίου τῶν αὐλυδρίων
      δοτική τῷ αὐλυδρί τοῖς αὐλυδρίοις
    αιτιατική τὸ αὐλύδριον τὰ αὐλύδρι
     κλητική ! αὐλύδριον αὐλύδρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐλυδρίω
γεν-δοτ τοῖν  αὐλυδρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αὐλύδριον ουδέτερο