αφρικανολλανδικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αφρικανολλανδικά | ||
γενική | των | αφρικανολλανδικών | ||
αιτιατική | τα | αφρικανολλανδικά | ||
κλητική | αφρικανολλανδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφρικανολλανδικά < αφρικαν(ός) + ολλανδικά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφρικανολλανδικά ουδέτερο στον πληθυντικό