αφερματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφερματισμός < αφ- (< από) + ερματισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφερματισμός αρσενικό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αφερματίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφερματισμός
|