αυτουργία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αυτουργία < αρχαία ελληνική αὐτουργία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αυτουργία θηλυκό
- η ιδιότητα που έχει το άτομο το οποίο είναι αυτουργός
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αυτουργία
|
![]() |
αυτουργία θηλυκό
|