• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αυτουργία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αὐτουργία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτουργία οι αυτουργίες
      γενική της αυτουργίας των αυτουργιών
    αιτιατική την αυτουργία τις αυτουργίες
     κλητική αυτουργία αυτουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αυτουργία < αρχαία ελληνική αὐτουργία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αυτουργία θηλυκό

  • η ιδιότητα που έχει το άτομο το οποίο είναι αυτουργός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αυτουργός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αυτουργία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αυτουργία&oldid=5460064"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 15:24
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 15:24.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie