Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτοστερεόγραμμα τα αυτοστερεογράμματα
      γενική του αυτοστερεογράμματος των αυτοστερεογραμμάτων
    αιτιατική το αυτοστερεόγραμμα τα αυτοστερεογράμματα
     κλητική αυτοστερεόγραμμα αυτοστερεογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοστερεόγραμμα < αυτο- + στερεόγραμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοστερεόγραμμα ουδέτερο

  • στερεόγραμμα μιας εικόνας το οποίο είναι σχεδιασμένο να «ξεγελά» τον ανθρώπινο εγκέφαλο έτσι ώστε να αντιλαμβάνεται μία τρισδιάστατη εικόνα (3D) σε μία δισδιάστατη απεικόνιση.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία