αυτοεμπιστοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοεμπιστοσύνη | ||
γενική | της | αυτοεμπιστοσύνης | ||
αιτιατική | την | αυτοεμπιστοσύνη | ||
κλητική | αυτοεμπιστοσύνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοεμπιστοσύνη < αυτο- + εμπιστοσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοεμπιστοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοεμπιστοσύνη
|