↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αυτοεμπιστοσύνη
      γενική της αυτοεμπιστοσύνης
    αιτιατική την αυτοεμπιστοσύνη
     κλητική αυτοεμπιστοσύνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοεμπιστοσύνη < αυτο- + εμπιστοσύνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοεμπιστοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία