Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατσαλίνα οι ατσαλίνες
      γενική της ατσαλίνας των ατσαλίνων
    αιτιατική την ατσαλίνα τις ατσαλίνες
     κλητική ατσαλίνα ατσαλίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατσαλίνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατσαλίνα θηλυκό

  1. (ηλεκτρολογία) πεπλατυσμένο μεταλλικό σύρμα που χρησιμοποιείται για να διαπεράσει σωληνώσεις ηλεκτρικών εγκαταστάσεων ώστε να διευκολυνθεί το πέρασμα των καλωδιώσεων
  2. (ελαιοχρωματισμοί) εύκαμπτη σπάτουλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία