ατελεσφόρητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατελεσφόρητα < ατελεσφόρητ(ος) + -α < (ελληνιστική κοινή) ἀτελεσφόρητος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.te.leˈsfo.ɾi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τε‐λε‐σφό‐ρη‐τα
Επίρρημα επεξεργασία
ατελεσφόρητα
- (λόγιο) άλλη μορφή του ατελέσφορα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ατελέσφορος, τέλος και φέρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατελεσφόρητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ατελεσφόρητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ατελεσφόρητος