ασφαλειομεσίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασφαλειομεσίτης αρσενικό
- (νεολογισμός) κάποιος που ασχολείται με τις ασφάλειες και τα μεσιτικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασφαλειομεσίτης
|
ασφαλειομεσίτης αρσενικό
|