αστυνόμισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστυνόμισσα < αστυνόμ(ος) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστυνόμισσα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αστυνόμος
αστυνόμισσα
|
Πηγές
επεξεργασία- αστυνόμισσα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας