Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστυνομοκρατία οι αστυνομοκρατίες
      γενική της αστυνομοκρατίας των αστυνομοκρατιών
    αιτιατική την αστυνομοκρατία τις αστυνομοκρατίες
     κλητική αστυνομοκρατία αστυνομοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστυνομοκρατία < αστυνομοκρατούμαι < αστυνόμος + κρατούμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστυνομοκρατία θηλυκό

  1. αστυνόμευση
  2. επικράτηση των αστυνομικών αρχών και πρακτικών στην κοινωνική ζωή

  Μεταφράσεις επεξεργασία