Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστρομετρία οι αστρομετρίες
      γενική της αστρομετρίας των αστρομετριών
    αιτιατική την αστρομετρία τις αστρομετρίες
     κλητική αστρομετρία αστρομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστρομετρία < άστρο + -μετρία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστρομετρία θηλυκό

  • κλάδος της αστρονομίας που ασχολείται με τις ακριβείς θέσεις των ουράνιων σωμάτων