Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστρομετρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αστρομετρί
α
οι
αστρομετρί
ες
γενική
της
αστρομετρί
ας
των
αστρομετρι
ών
αιτιατική
την
αστρομετρί
α
τις
αστρομετρί
ες
κλητική
αστρομετρί
α
αστρομετρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστρομετρία
<
άστρο
+
-μετρία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αστρομετρία
θηλυκό
κλάδος της
αστρονομίας
που ασχολείται με τις ακριβείς θέσεις των ουράνιων σωμάτων