Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστραποβόλημα τα αστραποβολήματα
      γενική του αστραποβολήματος των αστραποβολημάτων
    αιτιατική το αστραποβόλημα τα αστραποβολήματα
     κλητική αστραποβόλημα αστραποβολήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστραποβόλημα < αστραποβολώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστραποβόλημα ουδέτερο

  1. ακτινοβολία
  2. συνεχείς αστραπές και βροντές
    χτες το βράδυ υπήρχε ένα αστραποβόλημα και η καταιγίδα ήταν πολύ ισχυρή

  Μεταφράσεις επεξεργασία