ασπριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασπριστής < ασπρίζω < άσπρος< λατ. asper (=τραχύς)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασπριστής αρσενικό
- (επάγγελμα) εργάτης που ασβεστώνει τοίχους, υδροχρωματιστής, ασπριτζής
- αυτήν τη στιγμή, εργάζομαι ως ασπριστής σε μία οικοδομή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασπριστής
|