Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασπριστής οι ασπριστές
      γενική του ασπριστή των ασπριστών
    αιτιατική τον ασπριστή τους ασπριστές
     κλητική ασπριστή ασπριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασπριστής < ασπρίζω < άσπρος< λατ. asper (=τραχύς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασπριστής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία