ασιάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασιάτης | οι | ασιάτες |
γενική | του | ασιάτη | των | ασιατών |
αιτιατική | τον | ασιάτη | τους | ασιάτες |
κλητική | ασιάτη | ασιάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασιάτης αρσενικό (θηλυκό ασιάτισσα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασιάτης
|