Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασθενικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ασθενικότητ
α
οι
ασθενικότητ
ες
γενική
της
ασθενικότητ
ας
των
ασθενικοτήτ
ων
αιτιατική
την
ασθενικότητ
α
τις
ασθενικότητ
ες
κλητική
ασθενικότητ
α
ασθενικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασθενικότητα
<
ασθενικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασθενικότητα
θηλυκό
η ιδιότητα, η κατάσταση τού
ασθενικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασθενικότητα