ασηψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασηψία | οι | ασηψίες |
γενική | της | ασηψίας | των | ασηψιών |
αιτιατική | την | ασηψία | τις | ασηψίες |
κλητική | ασηψία | ασηψίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασηψία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασηψία θηλυκό
- η ιδιότητα τού άσηπτου
- θεραπευτική μέθοδος με την οποία προλαβαίνεται ή αποτρέπεται η μόλυνση πληγής