Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασημοκάντηλο τα ασημοκάντηλα
      γενική του ασημοκάντηλου των ασημοκάντηλων
    αιτιατική το ασημοκάντηλο τα ασημοκάντηλα
     κλητική ασημοκάντηλο ασημοκάντηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασημοκάντηλο < ασήμι+καντήλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασημοκάντηλο ουδέτερο

  • ασημένιο καντήλι
    μέσα στο σαλόνι μου έχω ένα ασημοκάντηλο βικτοριανής εποχής

  Μεταφράσεις επεξεργασία