Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχισπιούνος οι αρχισπιούνοι
      γενική του αρχισπιούνου των αρχισπιούνων
    αιτιατική τον αρχισπιούνο τους αρχισπιούνους
     κλητική αρχισπιούνε αρχισπιούνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχισπιούνος < αρχι- + σπιούνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχισπιούνος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

  • αρχισπιούνος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία