Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρτόδενδρο τα αρτόδενδρα
      γενική του αρτόδενδρου των αρτόδενδρων
    αιτιατική το αρτόδενδρο τα αρτόδενδρα
     κλητική αρτόδενδρο αρτόδενδρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρτόδενδρο < άρτος + δένδρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρτόδενδρο ουδέτερο

  • δέντρο της Κίνας και της Μαλαισίας που παράγει μεγάλους σφαιρικούς αμυλώδεις καρπούς, τους οποίους οι ιθαγενείς χρησιμοποιούν αντί για ψωμί

  Μεταφράσεις επεξεργασία