αρτιμέλεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρτιμέλεια | οι | αρτιμέλειες |
γενική | της | αρτιμέλειας | των | αρτιμελειών |
αιτιατική | την | αρτιμέλεια | τις | αρτιμέλειες |
κλητική | αρτιμέλεια | αρτιμέλειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρτιμέλεια < αρτιμελής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρτιμέλεια θηλυκό
- η ακεραιότητα των μελών τού σώματος