αρρενωπότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρρενωπότητα < αρρενωπός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρρενωπότητα θηλυκό
- η ιδιότητα τού αρρενωπού, ανδρική όψη ή ανδρικό ύφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρρενωπότητα
αρρενωπότητα θηλυκό