Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρλουμπατζής οι αρλουμπατζήδες
      γενική του αρλουμπατζή των αρλουμπατζήδων
    αιτιατική τον αρλουμπατζή τους αρλουμπατζήδες
     κλητική αρλουμπατζή αρλουμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρλουμπατζής < αρλούμπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρλουμπατζής αρσενικό

  • που λέει αρλούμπες, ο αρλουμπολόγος, ο αρλούμπας

  Μεταφράσεις επεξεργασία