Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αριστοτελισμός οι αριστοτελισμοί
      γενική του αριστοτελισμού των αριστοτελισμών
    αιτιατική τον αριστοτελισμό τους αριστοτελισμούς
     κλητική αριστοτελισμέ αριστοτελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριστοτελισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αριστοτελισμός αρσενικό

  • το σύστημα στοχασμού, θεώρησης, με βάση το έργο του Αριστοτέλη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία