αριστοκρατικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αριστοκρατικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αριστοκρατικότητα θηλυκό
- η λεπτότητα των τρόπων και του γούστου
- ο τρόπος που ντύνεται και παρουσιάζεται κάποιος σε κάποιες περιπτώσεις με ελαφρά δόση συμπεριφερικής υπεροψίας
- η ευγένεια της καταγωγής
Μεταφράσεις επεξεργασία
αριστοκρατικότητα