απόβγαλμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόβγαλμα < μεσαιωνική ελληνική απόβγαλμα < αποβγάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόβγαλμα ουδέτερο
- ό,τι βγαίνει μετά από μια άμβλωση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απόβγαλμα
|