Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποφατισμός οι αποφατισμοί
      γενική του αποφατισμού των αποφατισμών
    αιτιατική τον αποφατισμό τους αποφατισμούς
     κλητική αποφατισμέ αποφατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφατισμός < απόφημι (αρνούμαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποφατισμός αρσενικό

  • σχολή/θεωρία της χριστιανικής θεολογικής γνωσιολογίας, για την προσέγγιση και τη γνώση του Θεού

  Μεταφράσεις επεξεργασία