Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπαρασίτωση οι αποπαρασιτώσεις
      γενική της αποπαρασίτωσης* των αποπαρασιτώσεων
    αιτιατική την αποπαρασίτωση τις αποπαρασιτώσεις
     κλητική αποπαρασίτωση αποπαρασιτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπαρασιτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπαρασίτωση < απο- + παράσιτ(ο) + -ωση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.pa.ɾaˈsi.to.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐πα‐ρα‐σί‐τω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποπαρασίτωση θηλυκό

  • η καταπολέμηση εξωτερικών και εσωτερικών παρασίτων ενός οργανισμού, παρασιτοκτονία
    ※  1) Μην ξεχνάτε ποτέ την αποπαρασίτωση. Ο έλεγχος και η πρόληψη απαιτούνται, τόσο για τα εξωπαράσιτα όπως είναι τα τσιμπούρια και οι ψύλλοι όσο και για τα ενδοπαράσιτα όπως ο εχινόκοκκος, τα σκουλήκια, τα τριχοβεζοάρια.
    «6 πράγματα που δεν πρέπει να κάνετε ποτέ στη γάτα σας», huffingtonpost.gr ( 8 Ιουλίου 2018)]· πρόσβαση: 2021-12-12.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία