αποκερματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκερματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκερματισμός αρσενικό
- (πληροφορική) defragmentation: βλ. συνώνυμο ανασυγκρότηση. Ο όρος αποκερματισμός χρησιμοποιούταν στις παλαιότερες ελληνικές εκδόσεις των Microsoft Windows (πριν τα XP) [1]
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στην πληροφορική
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Άγγελος Κυρίτσης, Ανασυγκρότηση Δίσκου στα Windows (Defrag) - Πρώτα Βήματα, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2014-03-04. Προσπέλαση 2020-07-14.