Δείτε επίσης: ἀποζῶ, απόζω, ἀπόζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποζώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποζῶ / ἀποζάω (αρχαία σημασία: ζω από κάτι) [1][2]

αποζώ, πρτ.: αποζούσα, αόρ.: απόζησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ζω
  2. ζω φτωχικά
  3. επιζώ
  4. βρίσκομαι στο τέλος της ζωής μου, έχω ζήσει τη ζωή μου

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία