αποζώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποζώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποζῶ / ἀποζάω (αρχαία σημασία: ζω από κάτι) [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈzo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐ζώ
- τονικό παρώνυμο: απόζω
Ρήμα
επεξεργασίααποζώ, πρτ.: αποζούσα, αόρ.: απόζησα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποζώ | αποζούσα | θα αποζώ | να αποζώ | αποζώντας | |
β' ενικ. | αποζείς | αποζούσες | θα αποζείς | να αποζείς | ||
γ' ενικ. | αποζεί | αποζούσε | θα αποζεί | να αποζεί | ||
α' πληθ. | αποζούμε | αποζούσαμε | θα αποζούμε | να αποζούμε | ||
β' πληθ. | αποζείτε | αποζούσατε | θα αποζείτε | να αποζείτε | αποζείτε | |
γ' πληθ. | αποζούν(ε) | αποζούσαν(ε) | θα αποζούν(ε) | να αποζούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απόζησα | θα αποζήσω | να αποζήσω | αποζήσει | ||
β' ενικ. | απόζησες | θα αποζήσεις | να αποζήσεις | απόζησε | ||
γ' ενικ. | απόζησε | θα αποζήσει | να αποζήσει | |||
α' πληθ. | αποζήσαμε | θα αποζήσουμε | να αποζήσουμε | |||
β' πληθ. | αποζήσατε | θα αποζήσετε | να αποζήσετε | αποζήστε | ||
γ' πληθ. | απόζησαν αποζήσαν(ε) |
θα αποζήσουν(ε) | να αποζήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποζήσει | είχα αποζήσει | θα έχω αποζήσει | να έχω αποζήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποζήσει | είχες αποζήσει | θα έχεις αποζήσει | να έχεις αποζήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποζήσει | είχε αποζήσει | θα έχει αποζήσει | να έχει αποζήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποζήσει | είχαμε αποζήσει | θα έχουμε αποζήσει | να έχουμε αποζήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποζήσει | είχατε αποζήσει | θα έχετε αποζήσει | να έχετε αποζήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποζήσει | είχαν αποζήσει | θα έχουν αποζήσει | να έχουν αποζήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζω φτωχικά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποζώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αποζώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας