Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποζῶ < ἀπό και ζῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ἀποζῶ

  • ζω από κάτι
νεμόμενοί τε τὰ αὑτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν καὶ περιουσίαν χρημάτων οὐκ ἔχοντες (...παίρνοντας από τη γη του ο καθένας τα απαραίτητα της επιβίωσης, στερημένοι χρημάτων)