απόζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απόζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόζω < ἀπό (απ-) + αρχαία ελληνική ὄζω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpo.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐ζω
- τονικό παρώνυμο: αποζώ
Ρήμα
επεξεργασία
απόζω
Σημειώσεις
επεξεργασία- Η φυλή των Λοκρών Οζόλες (αρχαία ελληνική Ὀζόλαι), ονομάζονταν έτσι από την οσμή των θειούχων πηγών ή γιατί φορούσαν κατσικίσια δέρματα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- απόζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας