Δείτε επίσης: ἀπόζω, αποζώ, ἀποζῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόζω < ἀπό (απ-) + αρχαία ελληνική ὄζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐ζω
τονικό παρώνυμο: αποζώ

  Ρήμα επεξεργασία

απόζω

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία