αποδεδειγμένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδεδειγμένα < ουδέτερο του αποδεδειγμένος < αρχαία ελληνική ἀποδεδειγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀποδείκνυμι < ἀπό + δείκνυμι
Επίρρημα επεξεργασία
αποδεδειγμένα
- άλλη μορφή του αποδειγμένα
- Είναι αποδεδειγμένα ψεύτης!
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδεδειγμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αποδεδειγμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποδεδειγμένος