απεγκληματοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απεγκληματοποίηση | οι | απεγκληματοποιήσεις |
γενική | της | απεγκληματοποίησης* | των | απεγκληματοποιήσεων |
αιτιατική | την | απεγκληματοποίηση | τις | απεγκληματοποιήσεις |
κλητική | απεγκληματοποίηση | απεγκληματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεγκληματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απεγκληματοποίηση < απ- + εγκληματοποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπεγκληματοποίηση θηλυκό
- το να παύσει μια πράξη να θεωρείται έγκλημα, ο νομοθετικός αποχαρακτηρισμός της ως εγκληματικής
- ※ Η έννοια της απεγκληματοποίησης είναι λάθος να ταυτίζεται με την αποποινικοποίηση από τυπικής πλευράς. Απεγκληματοποίηση σημαίνει δεν είναι έγκλημα, […], δεν κατακρίθηκε παράνομο από τους νομοθέτες και τα δικαστήρια (Γιάννης Πανούσης, «Ανάμεσα στους μύθους και την πραγματικότητα», στον τόμο: ΟΚΑΝΑ & Ίδρυμα Γληνού, Ναρκωτικά: βιολογικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις [Πρακτικά Ημερίδας, Αθήνα, 23-06-2017], επιμέλεια: Ευάγγελος Καφετζόπουλος (Αθήνα: Επτάλοφος, [2019]), σ. 23).
- ※ Η τεχνητή διακοπή της κυήσεως στο ελληνικό δίκαιο […]: Το ζήτημα της συνταγματικότητας της απεγκληματοποίησης της τεχνητής διακοπής της κυήσεως (όπως αναφέρεται στο: «Δεοντολογία επαγγέλματος και βιοηθική», Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Αθήνας· πρόσβαση: 2019-10-28).
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αποποινικοποίηση (δεν πρέπει να συγχέεται ως έννοια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία απεγκληματοποίηση
|