απεγγραφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απεγγραφή (νεολογισμός) < απ- + εγγραφή
Ουσιαστικό επεξεργασία
απεγγραφή θηλυκό
- (νεολογισμός) διαδικασία κατά την οποία δηλώνουμε ότι δε θέλουμε να λαμβάνουμε ενημερώσεις από μια ιστοσελίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
απεγγραφή
|