Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεγγραφή οι απεγγραφές
      γενική της απεγγραφής των απεγγραφών
    αιτιατική την απεγγραφή τις απεγγραφές
     κλητική απεγγραφή απεγγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απεγγραφή (νεολογισμός) < απ- + εγγραφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απεγγραφή θηλυκό

  • (νεολογισμός) διαδικασία κατά την οποία δηλώνουμε ότι δε θέλουμε να λαμβάνουμε ενημερώσεις από μια ιστοσελίδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία