απαθανατισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαθανατισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀπαθανατισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαθανατισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαθανατισμός
|
Δείτε επίσης : ἀπαθανατισμός |
απαθανατισμός αρσενικό
|