Ετυμολογία

επεξεργασία

απαγκιάζω, αόρ.: απάγκιασα, μτχ.π.π.: απαγκιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Και μετοχή παθητικού παρακειμένου: απαγκιασμένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία