απαγκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαγκιάζω < απάγκιος + -άζω < ἀπό + αρχαία ελληνική ἄγκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.paŋˈɟa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐γκιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααπαγκιάζω, αόρ.: απάγκιασα, μτχ.π.π.: απαγκιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΚαι μετοχή παθητικού παρακειμένου: απαγκιασμένος
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαγκιάζω | απάγκιαζα | θα απαγκιάζω | να απαγκιάζω | απαγκιάζοντας | |
β' ενικ. | απαγκιάζεις | απάγκιαζες | θα απαγκιάζεις | να απαγκιάζεις | απάγκιαζε | |
γ' ενικ. | απαγκιάζει | απάγκιαζε | θα απαγκιάζει | να απαγκιάζει | ||
α' πληθ. | απαγκιάζουμε | απαγκιάζαμε | θα απαγκιάζουμε | να απαγκιάζουμε | ||
β' πληθ. | απαγκιάζετε | απαγκιάζατε | θα απαγκιάζετε | να απαγκιάζετε | απαγκιάζετε | |
γ' πληθ. | απαγκιάζουν(ε) | απάγκιαζαν απαγκιάζαν(ε) |
θα απαγκιάζουν(ε) | να απαγκιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απάγκιασα | θα απαγκιάσω | να απαγκιάσω | απαγκιάσει | ||
β' ενικ. | απάγκιασες | θα απαγκιάσεις | να απαγκιάσεις | απάγκιασε | ||
γ' ενικ. | απάγκιασε | θα απαγκιάσει | να απαγκιάσει | |||
α' πληθ. | απαγκιάσαμε | θα απαγκιάσουμε | να απαγκιάσουμε | |||
β' πληθ. | απαγκιάσατε | θα απαγκιάσετε | να απαγκιάσετε | απαγκιάστε | ||
γ' πληθ. | απάγκιασαν απαγκιάσαν(ε) |
θα απαγκιάσουν(ε) | να απαγκιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απαγκιάσει | είχα απαγκιάσει | θα έχω απαγκιάσει | να έχω απαγκιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις απαγκιάσει | είχες απαγκιάσει | θα έχεις απαγκιάσει | να έχεις απαγκιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει απαγκιάσει | είχε απαγκιάσει | θα έχει απαγκιάσει | να έχει απαγκιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απαγκιάσει | είχαμε απαγκιάσει | θα έχουμε απαγκιάσει | να έχουμε απαγκιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε απαγκιάσει | είχατε απαγκιάσει | θα έχετε απαγκιάσει | να έχετε απαγκιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απαγκιάσει | είχαν απαγκιάσει | θα έχουν απαγκιάσει | να έχουν απαγκιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαγκιάζω