Ετυμολογία

επεξεργασία
απαγκιάζω < απάγκιος + -άζω < ἀπό + αρχαία ελληνική ἄγκος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.paŋˈɟa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐γκιά‐ζω

απαγκιάζω, αόρ.: απάγκιασα, μτχ.π.π.: απαγκιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Και μετοχή παθητικού παρακειμένου: απαγκιασμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία