Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαέρωση οι απαερώσεις
      γενική της απαέρωσης* των απαερώσεων
    αιτιατική την απαέρωση τις απαερώσεις
     κλητική απαέρωση απαερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απαέρωση θηλυκό

  1. αφαίρεση αέρα
  2. το να υπάρχει διαρροή αερίου, το να "χάνει" κάτι αέρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία