αξότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αξότητα | οι | αξότητες |
γενική | της | αξότητας | των | αξοτήτων |
αιτιατική | την | αξότητα | τις | αξότητες |
κλητική | αξότητα | αξότητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξότητα < μεσαιωνική ελληνική αξότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αξότητα θηλυκό
- άλλη μορφή του αξιότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξότητα
|