αντισφαιρίστρια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντισφαιρίστρια < αντισφαιριστής + -τρια
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αντισφαιρίστρια θηλυκό
- (αθλητισμός, επίσημο) → δείτε τη λέξη αντισφαιριστής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αντισφαιρίστρια