αντιολίσθηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιολίσθηση | οι | αντιολισθήσεις |
γενική | της | αντιολίσθησης* | των | αντιολισθήσεων |
αιτιατική | την | αντιολίσθηση | τις | αντιολισθήσεις |
κλητική | αντιολίσθηση | αντιολισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιολισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιολίσθηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η αποφυγή της ολίσθησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιολίσθηση
|