αντιλέγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιλέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιλέγω < ἀντί + λέγω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.diˈle.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐λέ‐γω
Ρήμα
επεξεργασία
αντιλέγω, πρτ.: αντέλεγα, αόρ.: αντείπα (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαφωνώ