disagree
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | disagree |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disagrees |
αόριστος | disagreed |
παθητική μετοχή | disagreed |
ενεργητική μετοχή | disagreeing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdisagree (en)
- διαφωνώ
- ⮡ I disagree and I am right!
- Διαφωνώ και έχω δίκιο!
- ⮡ I disagree and I am right!