αντεξόρμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντεξόρμηση | οι | αντεξορμήσεις |
γενική | της | αντεξόρμησης* | των | αντεξορμήσεων |
αιτιατική | την | αντεξόρμηση | τις | αντεξορμήσεις |
κλητική | αντεξόρμηση | αντεξορμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεξορμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντεξόρμηση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η απάντηση σε εξόρμηση αντίπαλου στρατεύματος με δική μας εξόρμηση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντεξόρμηση
|