Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντάρτισσα οι αντάρτισσες
      γενική της αντάρτισσας των ανταρτισσών
    αιτιατική την αντάρτισσα τις αντάρτισσες
     κλητική αντάρτισσα αντάρτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντάρτισσα < αντάρτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντάρτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  αντάρτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία