ανκόρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανκόρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική encore < υστερολατινική in hanc hora (μέχρι αυτή την ώρα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανκόρ ουδέτερο άκλιτο
- σύντομη έξτρα εμφάνιση ή παράσταση (μουσική, θεατρική κ.λπ.) μετά από το πέρας της κανονικής εμφάνισης ή παράστασης