ανθύπας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανθύπας | οι | ανθύπες |
γενική | του | ανθύπα | — | |
αιτιατική | τον | ανθύπα | τους | ανθύπες |
κλητική | ανθύπα | ανθύπες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανθύπας < αφετικός τύπος, περικοπή του ανθυπασπιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθύπας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) ο ανθυπασπιστής
- ※ «Βλέπω φακό, η έφοδος, κουμπώσου». Και, να, σε λίγο ήρθε κοντά η έφοδος. Ήταν εκείνη η μουστόγρια ο ανθύπας, μόνιμος ανθυπασπιστής, πλάσμα στριμμένο και ανέραστο. (Γιώργος Ιωάννου Κυτίον θα πει κουτί, από τη συλλογή επιτάφιος θρήνος, 1980 [1])
- ※ Για κακή μας τύχη ένας ανθύπας με λαδωμένο μαλλί ανοιχτό πουκάμισο για να φαίνονται οι χρυσές αλυσίδες του, που το έπαιζε μέγα καμάκι, εμφανίστηκε στην πιο κρίσιμη στιγμή για να δει δήθεν αν καθαρίζουμε καλά. (Νίκος Μολυβιάτης, Οι Αμαζόνες και η ροχάλα του κυρίου, από τη συλλογή διηγημάτων Στην ταράτσα του Ιγνάτιου [2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθύπας
|