ανεμοκλάδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανεμοκλάδι | τα | ανεμοκλάδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ανεμοκλάδι | τα | ανεμοκλάδια |
κλητική | ανεμοκλάδι | ανεμοκλάδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμοκλάδι[1] ουδέτερο
- (φυτό) παρασιτικό φυτό του γένους Parietaria
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη περδικάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμοκλάδι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανεμοκλάδι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας