αναχωμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναχωμάτωση | οι | αναχωματώσεις |
γενική | της | αναχωμάτωσης* | των | αναχωματώσεων |
αιτιατική | την | αναχωμάτωση | τις | αναχωματώσεις |
κλητική | αναχωμάτωση | αναχωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναχωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναχωμάτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναχωμάτωση θηλυκό
- συσσώρευση χώματος για το γέμισμα ενός ανοίγματος στο έδαφος ή για τη δημιουργία αναχώματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναχωμάτωση
|