Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναχωματώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αναχωματώνω

  1. συσσωρεύω χώμα για να γεμίσω ένα άνοιγμα στο έδαφος ή για να δημιουργήσω ανάχωμα

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. αναχωματίζω

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  1. αναχωματισμός
  2. αναχωμάτωση
  3. αναχωματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία