αναχωματώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναχωματώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
αναχωματώνω
- συσσωρεύω χώμα για να γεμίσω ένα άνοιγμα στο έδαφος ή για να δημιουργήσω ανάχωμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναχωματώνω | αναχωμάτωνα | θα αναχωματώνω | να αναχωματώνω | αναχωματώνοντας | |
β' ενικ. | αναχωματώνεις | αναχωμάτωνες | θα αναχωματώνεις | να αναχωματώνεις | αναχωμάτωνε | |
γ' ενικ. | αναχωματώνει | αναχωμάτωνε | θα αναχωματώνει | να αναχωματώνει | ||
α' πληθ. | αναχωματώνουμε | αναχωματώναμε | θα αναχωματώνουμε | να αναχωματώνουμε | ||
β' πληθ. | αναχωματώνετε | αναχωματώνατε | θα αναχωματώνετε | να αναχωματώνετε | αναχωματώνετε | |
γ' πληθ. | αναχωματώνουν(ε) | αναχωμάτωναν αναχωματώναν(ε) |
θα αναχωματώνουν(ε) | να αναχωματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναχωμάτωσα | θα αναχωματώσω | να αναχωματώσω | αναχωματώσει | ||
β' ενικ. | αναχωμάτωσες | θα αναχωματώσεις | να αναχωματώσεις | αναχωμάτωσε | ||
γ' ενικ. | αναχωμάτωσε | θα αναχωματώσει | να αναχωματώσει | |||
α' πληθ. | αναχωματώσαμε | θα αναχωματώσουμε | να αναχωματώσουμε | |||
β' πληθ. | αναχωματώσατε | θα αναχωματώσετε | να αναχωματώσετε | αναχωματώστε | ||
γ' πληθ. | αναχωμάτωσαν αναχωματώσαν(ε) |
θα αναχωματώσουν(ε) | να αναχωματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναχωματώσει | είχα αναχωματώσει | θα έχω αναχωματώσει | να έχω αναχωματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναχωματώσει | είχες αναχωματώσει | θα έχεις αναχωματώσει | να έχεις αναχωματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναχωματώσει | είχε αναχωματώσει | θα έχει αναχωματώσει | να έχει αναχωματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναχωματώσει | είχαμε αναχωματώσει | θα έχουμε αναχωματώσει | να έχουμε αναχωματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναχωματώσει | είχατε αναχωματώσει | θα έχετε αναχωματώσει | να έχετε αναχωματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναχωματώσει | είχαν αναχωματώσει | θα έχουν αναχωματώσει | να έχουν αναχωματώσει |
|
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναχωματώνω
|